- αψιδώνω
- (AM ἁψιδῶ, -όω)κάνω κάτι σαν αψίδα, κάμπτωνεοελλ.βάζω αψίδα στον τροχό της άμαξας.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καμαρώνω — (AM καμαρῶ, όω, Μ και καμαρώνω) κατασκευάζω κάτι με καμάρα, με αψίδα ή σε σχήμα καμάρας, επιστεγάζω με καμάρα, με θόλο, με αψίδα, αψιδώνω (νεοελλ. μσν) 1. υπερηφανεύομαι, καυχιέμαι, επιδεικνύομαι, στέκω καμαρωτός, κορδώνομαι («καμαρώνει σαν… … Dictionary of Greek